- παλαιστικῶς
- παλαιστικόςexpert in wrestlingadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλαιστικός — ή, ό (Α παλαιστικός, ή, όν) [παλαιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή 2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα τής πάλης 3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική η τέχνη τού παλαιστή αρχ. αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη… … Dictionary of Greek